- προκατειλημμένη
- προκαταλαμβάνωseize beforehandperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκατειλημμένῃ — προκαταλαμβάνω seize beforehand perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεξισμός — ο, Ν (κοινων.) α) δυσμενής προκατειλημμένη συμπεριφορά και δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τμήματος τού πληθυσμού με βάση το φύλο του β) (ειδικά) το φαινόμενο τής σεξουαλικής καταπίεσης τών γυναικών από τον ανδρικό πληθυσμό, φαινόμενο που… … Dictionary of Greek